- νομοθέσμως
- D0-0-0-1-0=1 Prv 31,28(26)according to the law, legitimately
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
νομοθέσμως — (Α) επίρρ. κατά θεσμό νόμου, νομικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νομόθεσμος] … Dictionary of Greek
νομοθέσμως — lawfully indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)